μπολσεβικισμός

μπολσεβικισμός
Θεωρία και διδασκαλία της πλειοψηφίας της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο μ. πήρε την υλική του υπόσταση στο προλεταριακό κόμμα νέου τύπου, που ίδρυσε ο B.I. Λένιν. Ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται το 1903, τότε που το κέντρο του επαναστατικού κινήματος είχε μετατοπιστεί στη Ρωσία. Ο όρος συνδέεται και με τις εκλογές των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος στο 2o Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού ρωσικού κόμματος (1903), όπου οι οπαδοί του Λένιν αποτέλεσαν την πλειοψηφία (μπολσεβίκοι, από το ρωσικό «μπόλσε» = πολλοί), ενώ οι αντίπαλοι τους τη μειοψηφία (μενσεβίκοι). Ο μ. υιοθέτησε τη μαρξιστική θεωρία της εργατικής επανάστασης, την οποία και διακήρυξε. Αντιτάχτηκε στον αστικό φιλελευθερισμό, που υποκαθιστούσε το επαναστατικό απελευθερωτικό κίνημα με τον μικροαστικό αναθεωρητισμό, και στον λεγόμενο «νόμιμο μαρξισμό», που προσπαθούσε, κάτω από τη σημαία του μαρξισμού, να υποτάξει το εργατικό κίνημα στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Μεγάλη ιστορική σημασία είχε ο αγώνας του μ. εναντίον του μενσεβικισμού, που αποτελούσε την κυριότερη παραλλαγή του αναθεωρητισμού στο εργατικό κίνημα της Ρωσίας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του μ. είναι ο προλεταριακός διεθνισμός του.
* * *
ο
η θεωρία τού ρωσικού κομμουνιστικού κόμματος, που διακηρύχθηκε από την πλειοψηφία τής αριστεράς πτέρυγας τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος τής Ρωσίας, η οποία κατέλαβε την εξουσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση τού 1917.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπολσεβίκος + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπολσεβικισμός — ο (λ. ρωσ.), το πολιτικοκοινωνικό σύστημα των μπολσεβίκων, ο κομουνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • Ζερβός, Ιωάννης — (Ζερβάτα Κεφαλονιάς 1875 – Aθήνα 1944). Λόγιος και συγγραφέας. Αν και σπούδασε νομικά, τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα τον απομάκρυναν σύντομα από τη δικηγορία και του έδωσαν τη θέση του στον δημοτικιστικό λογοτεχνικό κύκλο της Αθήνας. Στο πρόσωπό …   Dictionary of Greek

  • ναροντνίκοι — Πολιτικό και πνευματικό κίνημα, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στη Ρωσία και διατηρήθηκε ουσιαστικά έως την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), με διάφορες μεταρρυθμιστικές ή και επαναστατικές τάσεις, οι οποίες απέβλεπαν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”